- ποτός
- ποτός, ή, όν, ([etym.] πίνω)A drunk, for drinking, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα . .; A.Ag.1408 (lyr.);
φάρμακον E.Hipp.516
;ὕδωρ Th.6.100
.II Subst., [full] ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine,κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470
, etc.;θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
; of wine, A.Pers.615, S.Tr.703;τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27;βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110
;σιτία καὶ π. Pl.Prt.334a
, etc.2 drinking water, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π. water of Sc.drunk by my sires, A.Ag.1157 (lyr.);Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ π. Id.Pers.487
;π. κρηναῖον S.Ph.21
, cf. 1461 (anap.);ποτάμια π. Id.Fr.659.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.